- εὐκαρπῶ
- εὐκαρπέωbear good fruitpres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐκαρπέωbear good fruitpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαρπώ — εὐκαρπῶ, έω (Α) [εύκαρπος] παράγω άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφορώ («ἐν τοῑς εὐκαρποῡσι χωρίοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek
εὐκάρπῳ — εὔκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκάρπεια — Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Βρισκόταν πιθανότατα κοντά στο σημερινό Eμίρ Χισάρ. * * * εὐκάρπεια, ἡ (Α) [ευκαρπώ] η ευκαρπία … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek